- δαλτωνισμός
- ο ιατρ.ανωμαλία τών ματιών κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να διακρίνει σωστά τα χρώματα και μάλιστα το κόκκινο από το πράσινο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. daltonism < γαλλ. daltonisme < Dalton (John), όνομα 'Αγγλου φυσικοχημικού, + -isme). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.